- θηκαρώνω
- και φηκαρώνω [θηκάρι]βάζω κάτι στη θήκη του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθηκάρωτος — η, ο [θηκαρώνω] (για ξίφος, μαχαίρι κ.λπ.) αυτός που δεν έχει μπει στη θήκη του, ξεθηκαρωμένος, γυμνός ή που δεν έχει θήκη, δεν είναι εφοδιασμένος με θήκη «αθηκάρωτο σπαθί» … Dictionary of Greek
ξεθηκαρώνω — και ξεφηκαρώνω (Μ ξεθηκαρώνω) (σχετικά με μαχαίρι ή σπαθί) τραβώ, βγάζω από τη θήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + *θηκαρώνω (< θηκάρι)] … Dictionary of Greek
φηκαρώνω — Ν βλ. θηκαρώνω … Dictionary of Greek